- εμφανής
- -ές (AM ἐμφανής, -ές)ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνεροςαρχ.-μσν.επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.)μσν.1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» — παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι2. φρ. «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, μπροστάαρχ.1. (για στιλπνή επιφάνεια, κάτοπτρο κ.λπ.) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει2. (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη μορφή («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ θεός», Πλάτ.)3. (για λόγους ἡ πράγματα) γνωστός, φανερός, πασίγνωστος («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», Ξεν.)5. φρ. α) «ἐκ τοῡ ἐμφανοῡς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ ἐμφανεῑ» — φανερά, έκδηλαβ) «ἐν ἐμφανεῑ λόγῳ» — με παρρησία, φανεράγ) «ἐμφανὴς τιμαῑς» — εμφανώς τιμώμενοςδ) «ἐμφανῆ παρέχειν τινὰ» ή «ἐμφανῆ καταστῆσαι» — η προσαγωγή, η παρουσίαση κάποιου στο δικαστήριοε) «ἐμφανῶν κατάστασις» — η ενέργεια για παρουσίαση ή προσαγωγή κάποιου» — στ) «τὰ ἐμφανῆ κτήματα» — η υπάρχουσα τώρα ιδιοκτησία (Ξεν.).επίρρ...εμφανώςφανερά, πραγματικά, καθαρά, σαφώς, χωρίς αμφιβολία.
Dictionary of Greek. 2013.